ξέφραγος

ξέφραγος
-η, -ο
1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος
2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» — τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξέφραγος — ξέφραγος, η, ο και ξέφραχτος, η, ο αυτός που δεν έχει φράχτη, ο άφραγος: Καταντήσανε την επιχείρηση ξέφραγο αμπέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • άφραχτος — η, ο ξέφραγος, αμάντρωτος: Είχαν το περιβόλι ακόμη άφραχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”